Ο κυρ Οδυσσέας τα τελευταία 20 χρόνια κυκλοφορεί με το ίδιο κοστούμι. Μαύρο μάλλινο κι από μέσα ένα πουλόβερ κασμίρι, ένα τόνο πιο ανοιχτό, κατάσαρκα ένα λευκό ριγέ πουκάμισο που τώρα έχει ψιλολιώσει και βγάζει μία απροσδιόριστη απόχρωση. Όταν λέμε είκοσι χρόνια μιλάμε για χειμώνα-καλοκαίρι, χωρίς διαλείμματα για διαφημίσεις. Ειδικά τους θερινούς μήνες, όπου έβλεπες τους εναπομείναντες στην πόλη να κυκλοφορούν ημίγυμνοι, ο κυρ Οδυσσέας στο ίδιο τέμπο και με την ίδια αμφίεση, κατευθυνόταν κάθε τόσο προς κάποιο κάδο σκουπιδιών, ενίοτε φορώντας και ρεπούμπλικα.
"Περιμένει την κηδεία του" λέγαν οι γριές της γειτονιάς, που κάθονταν στο παγκάκι του ΕΟΠYΥ. "Τα έχει όλα κανονισμένα, διαμερίσματα στις κόρες και στους γιους, ένα χιλιάρικο στην άκρη, έραψε και το κοστούμι να τα έχει όλα σε ρέγουλα".
Όμως ο θάνατος είναι απρόβλεπτος παράγων. Γιατί από τότε που συνέβησαν όλα αυτά, πέρασαν χρόνια και η ανάπαυση δεν ήρθε. Πήγε ογδόντα, πήγε ενενήντα, πήγε εκατό. Με μια σακούλα χάπια στο τραπέζι και πηγαινέλα στους κάδους, ο κυρ Οδυσσέας ζούσε έναν επίλογο που υπολόγιζε για παράγραφο και του προέκυψε εγκυκλοπαίδεια.
Το χούι με τους κάδους είχε να κάνει με την επαγγελματική του ιδιότητα: δηλωμένος παλαιοπώλης, γυρνούσε πεζός με ένα τροχήλατο καρότσι παλιά, με αμάξι και τρέιλερ αργότερα, και μάζευε οτιδήποτε μπορούσε να έχει κάποια αξία για να κρατηθεί ή να μεταπωληθεί.
Όπως κάθε δουλειά, είχε και αυτή το σκοτεινό της κομμάτι. Η συλλογή μετάλλων, μικροσυσκευών και δομικών υλικών δεν είχε ποτέ την έγγραφη άδεια των νόμιμων ιδιοκτητών. Καμιά φορά, δεν είχε ούτε την προφορική. Γυρνούσε στα νιάτα του σούρουπο σε ένα γιαπί και οι μάστορες είχαν αφήσει τελάρα με πλακάκια για το μπάνιο, τα είχαν αφήσει για αύριο. Τι τρία τελάρα τι δύο. Γυρνούσε στην Άνω πόλη και το καπάκι στο φρεάτιο του δρόμου ξεχαρβαλωνόταν, καιρός να βάλουν άλλο, μπορούσε να το παραχώσει κάπου στην καρότσα.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που τον τσακώνανε, και τότε άρχιζε τα "δεν ήξερα" και "νόμιζα" και έλεγε για τα παιδιά του. Ωστόσο, δυο-τρεις φορές που έπεσε σε τσαμπουκαλήδες ιδιοκτήτες, δεν γλίτωσε τις ψιλές. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνα τα αγνά και ρομαντικά χρόνια, οι διαφορές τέτοιου είδους λύνονταν με ένα γερό κοπάνημα και δεν χρειάζονταν τηλέφωνα σε αστυνομίες, προσαγωγές και άλλα γραφειοκρατικά.
Επειδή όμως η εξέλιξη είναι αναπόφευκτη, όταν ένα κλεφτρόνι έφερε στον κυρ Οδυσσέα (που είχε πιάσει πια τα εβδομήντα) κάποια κλεμμένα για να τα διαθέσει στον κύκλο του, άρχισαν να μπλέκονται μαζί του και οι αρχές, οπότε το κάγκελο ήρθε νομοτελειακά. Δυόμισι χρόνια στη στενή σαν να μην τον άγγιξαν καθόλου, βγήκε έξω με το ίδιο μειλίχιο ύφος και με τις ίδιες πρακτικές.
Λίγο μάζεμα, λίγο δώσιμο, το σπίτι πήρε την οριστική του αρτ ντεκό μορφή, αφού ο πρώτος όροφος είχε άσπρο πλακάκι και ξύλινα κουφώματα, ο δεύτερος γκρι πλακάκι και αλουμινένια κουφώματα, και ο τρίτος με βάψιμο στο χρώμα της ώχρας, αλλά χωρίς κουφώματα.
Τα σίδερα στον κήπο ολοκλήρωναν την εικόνα, καθώς και τα δύο τρέιλερ που του είχαν ξεμείνει καμία εικοσαριά χρόνια με επιγραφές "ΠΩΛΕΙΤΑΙ".
Εκείνο που πουλήθηκε εντελώς ανέλπιστα τον προηγούμενο μήνα, ήταν το μπορντώ Καντέτ. Ήρθε ένας βιοπαλαιστής με φιζίκ παλαιστή, ρώτησε πόσα, παζάρεψε, το πήρε 350 ευρώ.
"Κοίταξε όμως" του λέει ο κυρ Οδυσσέας "Εγώ είμαι γέρος, μη με μπλέκεις με μηχανολογικά, ΚΕΠ και τέτοια. Θα μου δώσεις τα λεφτά, θα σου κάνω ένα χαρτί και κάνεις τη μεταβίβαση εσύ όπως αγαπάς".
"Εντάξει παπούλη" του λέει η αρκούδα. Βγάζει το μασουράκι, του το δίνει στο χέρι και πάει για τη μεταβίβαση.
Δύο ώρες μετά, γυρίζει έξαλλος και κάτι ουρλιάζει για δεκατρία χρόνια απλήρωτα σήματα, και τι θα κάνουμε τώρα, μη μου λες εμένα ότι δεν ξέρεις, πού είναι τα λεφτά, τι σημαίνει τα έδωσες και τα λοιπά.
Ο κυρ-Οδυσσέας, με τα μάτια του να χάνονται μέσα στις κόγχες, έκανε τον ανήξερο ενώ γελούσε η ψυχή του. Είχε χρόνια να νιώσει τόσο ζωντανός.
Επειδή όμως η εξέλιξη είναι αναπόφευκτη, όταν ένα κλεφτρόνι έφερε στον κυρ Οδυσσέα (που είχε πιάσει πια τα εβδομήντα) κάποια κλεμμένα για να τα διαθέσει στον κύκλο του, άρχισαν να μπλέκονται μαζί του και οι αρχές, οπότε το κάγκελο ήρθε νομοτελειακά. Δυόμισι χρόνια στη στενή σαν να μην τον άγγιξαν καθόλου, βγήκε έξω με το ίδιο μειλίχιο ύφος και με τις ίδιες πρακτικές.
Λίγο μάζεμα, λίγο δώσιμο, το σπίτι πήρε την οριστική του αρτ ντεκό μορφή, αφού ο πρώτος όροφος είχε άσπρο πλακάκι και ξύλινα κουφώματα, ο δεύτερος γκρι πλακάκι και αλουμινένια κουφώματα, και ο τρίτος με βάψιμο στο χρώμα της ώχρας, αλλά χωρίς κουφώματα.
Τα σίδερα στον κήπο ολοκλήρωναν την εικόνα, καθώς και τα δύο τρέιλερ που του είχαν ξεμείνει καμία εικοσαριά χρόνια με επιγραφές "ΠΩΛΕΙΤΑΙ".
Εκείνο που πουλήθηκε εντελώς ανέλπιστα τον προηγούμενο μήνα, ήταν το μπορντώ Καντέτ. Ήρθε ένας βιοπαλαιστής με φιζίκ παλαιστή, ρώτησε πόσα, παζάρεψε, το πήρε 350 ευρώ.
"Κοίταξε όμως" του λέει ο κυρ Οδυσσέας "Εγώ είμαι γέρος, μη με μπλέκεις με μηχανολογικά, ΚΕΠ και τέτοια. Θα μου δώσεις τα λεφτά, θα σου κάνω ένα χαρτί και κάνεις τη μεταβίβαση εσύ όπως αγαπάς".
"Εντάξει παπούλη" του λέει η αρκούδα. Βγάζει το μασουράκι, του το δίνει στο χέρι και πάει για τη μεταβίβαση.
Δύο ώρες μετά, γυρίζει έξαλλος και κάτι ουρλιάζει για δεκατρία χρόνια απλήρωτα σήματα, και τι θα κάνουμε τώρα, μη μου λες εμένα ότι δεν ξέρεις, πού είναι τα λεφτά, τι σημαίνει τα έδωσες και τα λοιπά.
Ο κυρ-Οδυσσέας, με τα μάτια του να χάνονται μέσα στις κόγχες, έκανε τον ανήξερο ενώ γελούσε η ψυχή του. Είχε χρόνια να νιώσει τόσο ζωντανός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου