Μέρα δεύτερη. Τον τυραννούσε ακόμα εκείνο το μεγάλο χωνευτήρι λέξεων στο οποίο θα άλεθε όλη του την ύπαρξη, όλο του το πέρασμα από έναν κόσμο στον οποίο πετάει τις λέξεις όπως τα ρούχα στις διαφορετικές εποχές. Απελευθερωμένος από προηγούμενες λεκτικές επιλογές, αντιφάσκοντας με προηγούμενους εαυτούς, με την ψυχή ενός μικρού παιδιού που έχει ξεχαστεί παίζοντας στην άμμο.
Η κανονικότητα της πόλης είχε γίνει πια ανυπόφορη και ένιωθε ότι ζει σαν πρωταγωνιστής μίας ταινίας που αναπαράγεται αυτόματα.
Α, δεν υπάρχει πιο αφελές είδος από τους γραφιάδες. Αυτούς που κλείνονται σε δωμάτια και συλλαμβάνουν σύμπαντα που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Κλαίνε πάνω στα φύλλα τους, διορθώνουν, σπαράζουν. Έχουν μεγάλη ιδέα για τα γραπτά τους, πως αλλιώς; Και ύστερα χάνονται, ξεχνιούνται, εξαφανίζονται όπως αυτά τα δέντρα, όπως αυτά τα βουνά, όπως αυτοί οι πλανήτες. Κι όμως, είναι από τα πιο γουστόζικα πράγματα με τα οποία μπορεί να παίξει κανείς.
Η βροχή σιγόσκαγε και το ουίσκυ κάπνιζε. Από το παράθυρο φαίνονταν τα πρώτα αμάξια που γλιστρούσαν στο ξημέρωμα, με τους οδηγούς να ονειρεύονται το επόμενο μεροκάματο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου