14.1.16

Η αργκό του γηπέδου (γ'μέρος)

Όσοι παρακολουθείτε καιρό το ιστολόγιο, θα έχετε διαπιστώσει ότι η καταγραφή του συγκεκριμένου κοινωνικού ιδιώματος είναι μία από τις αγαπημένες μου δραστηριότητες. Σήμερα συνεχίζω με το τρίτο μέρος της "αργκό του γηπέδου", όπου έχω συγκεντρώσει λέξεις και φράσεις που ακούγονται στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, στα ραδιόφωνα, στις παρέες και τα καφενεία.

Κατενάτσιο: Η λέξη προέρχεται, και όχι τυχαία, από το ιταλικό catenaccio (αμπαρωμένη πόρτα). Η ιταλική σχολή άμυνας ήταν ανέκαθεν από τις διασημότερες. Πρόκειται για την μαζική άμυνα που δίνει προτεραιότητα στην καταστροφή του παιχνιδιού του αντιπάλου, ενώ το σκοράρισμα (εάν συμβεί) θα γίνει με αντεπιθέσεις. Είναι ο κλεφτοπόλεμος του ποδοσφαίρου, λέγεται και αντιποδόσφαιρο από τους αντιπαθούντες. Επίσης είναι σε χρήση και η φράση "τσούκου τσούκου μπολ" για να περιγραφεί η συγκεκριμένη στρατηγική. 

Αράουτ: το πλάγιο άουτ. Από την αγγλική φράση "our out".

Τον πέρασε σαν σημαδούρα: Εύγλωττη φράση που δηλώνει μία επιδέξια ντρίπλα όπου ο αμυντικός έχει μείνει ακίνητος. Υπάρχει και η φράση "τον πέρασε σαν σταματημένο".

Έμεινε άγαλμα: Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συνήθως για τον τερματοφύλακα, ο οποίος δέχεται ένα τόσο δυνατό ή ξαφνικό σουτ, που αδυνατεί ακόμη και να κινηθεί από τη θέση που βρίσκεται.

Παγκίτης: Ο μόνιμος "κάτοικος" του πάγκου μίας ομάδας, και είναι διαθέσιμος συνήθως ως αλλαγή.

Μεταξύ πάγκου και εξέδρας: Ο παίκτης που είναι τόσο "δεύτερη" λύση, που άλλοτε βρίσκεται στον πάγκο ως αλλαγή και άλλοτε εκτός αποστολής, με αποτέλεσμα να παρακολουθεί το παιχνίδι από την εξέδρα.

Στον ασβέστη: Στο γήπεδο, στον αγωνιστικό χώρο. Έκφραση βγαλμένη από την διαδικασία χάραξης των γραμμών με ασβέστη.
-Μεγάλο φορ πήραμε λέει.
-Θα τον δούμε στον ασβέστη.

Τάκλιν στην καρωτίδα: Το βάναυσο, αντιαθλητικό τάκλιν, συνήθως με υψωμένο το πόδι του αμυνόμενου για να προκαλέσει ζημιά στον αντίπαλο. Περιγραφικότατο.

Σώζω την κατηγορία: Συγκεντρώνω τους απαιτούμενους βαθμούς για να μείνω σε μία συγκεκριμένη κατηγορία.

Περνάει μέσα από τους παίκτες / Πέρασε από μέσα του: Ο παίκτης που είναι τόσο επιδέξιος με την ντρίπλα, που περνάει σαν φάντασμα μέσα από τους αμυνόμενους που προσπαθούν να τον σταματήσουν.

Καραβιά: Μαζική μεταγραφική κίνηση ξένων παικτών αμφιβόλου ποιότητας, με την ελπίδα να βγει κάποιο "λαχείο".
"Έφεραν στις μεταγραφές του Γενάρη μία καραβιά παίκτες μήπως σωθούν"

Ματιασμένος ή ματιαγμένος: λέξη βγαλμένη από την λαϊκή αντίληψη περί βασκανίας. Όταν ένας παίκτης είναι εκτός φόρμας, είτε επειδή βρίσκεται σε κακή μέρα, είτε επειδή υπονοείται χρηματισμός του.
"Πως παίζει έτσι σήμερα το δεκάρι μας; Ματιαγμένος είναι;"

Ντεφορμέ: Εκτός φόρμας. Από το γαλλικό déformé(e).
"Ντεφορμέ όλη η ομάδα σήμερα. Ούτε επίθεση δε μπορούμε να βγάλουμε".

Μύτο, μυτάκι ή ξερό: Όπως υποδηλώνει η λέξη, το μύτο γίνεται με τη μύτη του παπουτσιού, είναι σουτ μέγιστης δύναμης αλλά ελάχιστης ακρίβειας, ενώ στην εκτέλεση μπορεί να καταλήξει ευθύβολο ή εντελώς εκτός στόχου.
"Πως βαράς έτσι με το μύτο, όποιον πάρει ο Χάρος!"

Διαβήτης: Μπαλιά (συνήθως σέντρα) με τόσο σωστό υπολογισμό και εκτέλεση, που είναι σαν να έγινε με διαβήτη. Χρησιμοποιείται και για να περιγράψει ποδοσφαιριστή που έχει την συγκεκριμένη δεξιοτεχνία.
"Μπαλιά-διαβήτης από τον δεξιό μέσο που βρήκε αμαρκάριστο το συμπαίκτη του"
"Τι διαβήτης αυτός ο χαφ. Ούτε μία λάθος σέντρα δεν έχει βγάλει σε όλο το ματς"

Τακουνάκι: Το να χρησιμοποιήσει τη μπάλα κάποιος παίκτης με το πίσω μέρος του ποδιού, δηλαδή το τακούνι.

Κατούρα να φύγουμε: Λέγεται για πολύ βαρετό ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Η συγκεκριμένη φράση προέρχεται από φάρσα του στρατού, όπου το πρωί οι οπλίτες πήγαιναν στην τουαλέτα βιαστικά και η ατάκα αυτή κυριαρχούσε. Το βράδυ οι πλακατζήδες του θαλάμου ψιθύριζαν τη συγκεκριμένη έκφραση σε κάποιον συφάνταρο που κοιμόταν, με αποτέλεσμα να "τα κάνει" πάνω του.
"Ενενήντα λεπτά κλοτσούσαν τη μπάλα από τη μία περιοχή στην άλλη. Κατούρα να φύγουμε ήταν το παιχνίδι"

Ζαλίζω τη μπάλα: Χρησιμοποιείται για παίκτη ο οποίος κάνει υπερβολική χρήση της ντρίπλας χωρίς αποτελέσματα.
"Πολύ τη ζαλίζει αυτός τη μπάλα, γιατί δεν παίζει πιο απλά;"

Ζογκλέρ: Παίκτης με μεγάλη τεχνική κατάρτιση, χωρίς την αντίστοιχη εκτελεστική δεινότητα. Από τη γλώσσα του τσίρκου.
"Πολύ ζογκλέρ ο νέος αλλά στο πλεκτό δεν τη βάζει"

Πολύ κλοκλό κι από τηγανίτα τίποτα: Όταν υπάρχει θέαμα και όχι αποτέλεσμα, ή όταν γίνεται μεγάλος ντόρος χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος. Υπάρχει η λαϊκή φράση "πολύ λάδι κι από τηγανίτα τίποτα" ενώ το κλοκλό είναι μάλλον ηχομιμητική λέξη από τον ήχο του λαδιού που βράζει.

Κυρία: Ο παίκτης που είναι ντελικάτος και τεχνίτης, αλλά δύσκολα θα βάλει τα πόδια του σε μία προσωπική μονομαχία ρισκάροντας τραυματισμό.

Ως μη γενόμενη η φάση: Κυρίως δημοσιογραφική φράση για να δηλώσει οτιδήποτε γίνεται μετά από κάποιο σφύριγμα διαιτητή που διακόπτει το παιχνίδι.
"Ως μη γενόμενη η φάση, το γκολ που μπήκε δεν μετράει γιατί ο διαιτητής είχε σφυρίξει οφσάιντ"

Τρένο: Η ομάδα που πηγαίνει ασταμάτητα από νίκη σε νίκη.
"Τι τρένο είναι ο Λεβαδειακός φέτος ρε παιδί μου..."

Στραγάλι: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαιτησία, αλλά και τον ίδιο τον διαιτητή. Από το στραγάλι της σφυρίχτρας.
"Καλά έπαιξε μωρέ ο Ολυμπιακός, αλλά είχε μαζί του και το στραγάλι"

Τετ-α-τετ: Από το γαλλικό tête-à-tête. Όταν ο επιθετικός βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον αντίπαλο τερματοφύλακα. 

Τζαρτζάρισμα, τζαρτζάρω, τζαρτζ: Πιθανώς από το αγγλικό charge. Η επιθετική εφόρμηση με το σώμα εκ μέρους αμυνόμενου παίκτη για να εκτοπίσει αντίπαλο. 

Κριάρι: Ο παίκτης με εντυπωσιακά φυσικά προσόντα, ο δυναμικός αλλά εντελώς άτεχνος. Συνηθέστερα χρησιμοποιείται για αμυντικούς. 
"Τι κριάρι αυτό το σέντερ μπακ θεούλη μου, ούτε στρίβει ούτε πασάρει, μόνο αγνό ξύλο!"

Λόμπα ή σκαφτό: Το είδος εκτέλεσης που αντί να στείλει τη μπάλα ευθύβολα, προσπαθεί να της δώσει ύψος έτσι ώστε να διαγράψει μεγάλο τόξο και να "κρεμάσει", όπως λέγεται στην ποδοσφαιρική ορολογία, τον αντίπαλο τερματοφύλακα. Θεωρείται τελείωμα μεγάλης τεχνικής και προκαλεί τον εντυπωσιασμό της κερκίδας.
"Τι σεντερφοράρα έχουμε ρε συ, μόλις είδε το τέρμα να βγαίνει λίγα μέτρα έκανε τη λόμπα και αντί να τον πλασάρει τον ξεφτίλισε"

Αίλουρος: Αίλουρος είναι η αρχαιοελληνική λέξη για την αγριόγατα, στο ποδόσφαιρο όμως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ευκίνητο τερματοφύλακα που κάνει εντυπωσιακές επεμβάσεις.
"Δείτε τον τερματοφύλακα της Μπάγερν, πετάχτηκε σαν αίλουρος και μπλόκαρε τη μπάλα σε φάουλ-κεραυνό".

Σαπάκι: Από το σάπιος, συν το υποκοριστικό. Λέγεται για παίκτη μειωμένων δυνατοτήτων.
"Τι σαπάκια μας κουβαλήσανε πάλι τον Γενάρη, αυτοί οι δύο δεν μπορούν να κάνουν ούτε κοντρόλ"

Διαβάστε επίσης:

Η αργκό του γηπέδου (α' μέρος)

Η αργκό του γηπέδου (β' μέρος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ