Ο γεννημένος στην Τραπεζούντα του Πόντου γέροντας, ο οποίος είχε τον απόλυτο έλεγχο της πατριαρχικής του οικογένειας (ή να πούμε φατρίας καλύτερα; τρεις γενιές σε ένα σπίτι) στη Θεσσαλονίκη, είχε ζήσει τόσα κοσμοϊστορικά γεγονότα όπως πολλοί άνθρωποι της εποχής του, που η ζωή μας σήμερα φαντάζει βάλτος. Αστική ζωή σε ένα πολυεθνικό περιβάλλον, δημιουργία μεγάλης περιουσίας από την εμπορία υφασμάτων, καταστροφή λόγω του τουρκικού εθνικισμού, φυγή στην Ρωσσία, δίωξη από τους μπολσεβίκους, εγκατάσταση στην ελληνική επαρχία, μετακόμιση στην Θεσσαλονίκη, χαμόσπιτα, ραφτάδικο, ξανά στα πόδια.
Για το άτομο αυτό άκουσα σαν ανέκδοτα μέσα στα χρόνια, πεπραγμένα της ζωής του, στα οποία ίσως επανέλθω μια άλλη φορά.
Τα εγγόνια του τα υπεραγαπούσε, όμως είχε πάντα για την οικογένεια το αυστηρότερο πρόσωπο. Δίκαιο και αυστηρό.
Τα παιδιά που ήταν μεγαλωμένα με μία τέτοια λακωνική νοοτροπία, φέρονταν αναλόγως.
Μανιακοί καπνιστές, σταματούσαν στις ερημιές των μακεδονικών βουνών όταν ήθελαν να απολαύσουν τη φούμα τους, κατά την διάρκεια των οικογενειακών εκδρομών. Άφηναν το αυτοκίνητο στα δεξιά και απομακρύνονταν αρκετά ωστε να μη γίνουν αντιληπτοί. Τόση ήταν η αίσθηση ντροπής και σεβασμού που έτρεφαν.
Μια μέρα λοιπόν, ενώ ήταν κατάκοιτος και ήξερε πως έφτανε το τέλος, κάλεσε τα δύο εγγόνια και τους είπε κάποιες τελευταίες κουβέντες μαλακωμένος. Επίσης είπε: "...και δεν πρέπει να νομίζετε ότι δεν σας έχω καταλάβει. Ξέρω ότι καπνίζετε. Λοιπόν θέλω μία τελευταία χάρη: να καθίσετε εδώ και να κάνετε ένα τσιγάρο μαζί μου."
Τα δύο αδέρφια αφού αλληλοκοιτάχτηκαν με έκπληξη αποκρίθηκαν με λίγη καθυστέρηση: "Τι λες παππού! Αφού εμείς δεν καπνίζουμε"
"Σας ευχαριστώ..." είπε με ειλικρίνεια και τους έδιωξε. Λίγο μετά ξεψύχησε.
Για το άτομο αυτό άκουσα σαν ανέκδοτα μέσα στα χρόνια, πεπραγμένα της ζωής του, στα οποία ίσως επανέλθω μια άλλη φορά.
Τα εγγόνια του τα υπεραγαπούσε, όμως είχε πάντα για την οικογένεια το αυστηρότερο πρόσωπο. Δίκαιο και αυστηρό.
Τα παιδιά που ήταν μεγαλωμένα με μία τέτοια λακωνική νοοτροπία, φέρονταν αναλόγως.
Μανιακοί καπνιστές, σταματούσαν στις ερημιές των μακεδονικών βουνών όταν ήθελαν να απολαύσουν τη φούμα τους, κατά την διάρκεια των οικογενειακών εκδρομών. Άφηναν το αυτοκίνητο στα δεξιά και απομακρύνονταν αρκετά ωστε να μη γίνουν αντιληπτοί. Τόση ήταν η αίσθηση ντροπής και σεβασμού που έτρεφαν.
Μια μέρα λοιπόν, ενώ ήταν κατάκοιτος και ήξερε πως έφτανε το τέλος, κάλεσε τα δύο εγγόνια και τους είπε κάποιες τελευταίες κουβέντες μαλακωμένος. Επίσης είπε: "...και δεν πρέπει να νομίζετε ότι δεν σας έχω καταλάβει. Ξέρω ότι καπνίζετε. Λοιπόν θέλω μία τελευταία χάρη: να καθίσετε εδώ και να κάνετε ένα τσιγάρο μαζί μου."
Τα δύο αδέρφια αφού αλληλοκοιτάχτηκαν με έκπληξη αποκρίθηκαν με λίγη καθυστέρηση: "Τι λες παππού! Αφού εμείς δεν καπνίζουμε"
"Σας ευχαριστώ..." είπε με ειλικρίνεια και τους έδιωξε. Λίγο μετά ξεψύχησε.
--------------------------------------------------------------------
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο προπάππος μου, Σωτήριος Δημητριάδης.
Και η ιστορία ήταν από το φετινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι, σαν από τα χείλη της νύφης του, που ζει ακόμη. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες για μένα αφηγήσεις αυτές τις γιορτές. Μία ψηφίδα ιστορίας.
Και η ιστορία ήταν από το φετινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι, σαν από τα χείλη της νύφης του, που ζει ακόμη. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες για μένα αφηγήσεις αυτές τις γιορτές. Μία ψηφίδα ιστορίας.
συγκλονιστικό και ταυτόχρονα συγκινητικό το όλα θέμα που εμάς εξιστόρησες αδελφέ μου....καταρχήν ένα τεράστιο μπράβο που το μοιράστηκες μαζί μας...κατόπιν σου μεταφέρω τα ειλικρινά συλλυπητήρια για τον χαμό αυτού του ανθρώπου..
ΑπάντησηΔιαγραφήθα έχεις σίγουρα την λεβεντιά του!
πολύ όμορφο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ λαικη κουλτουρα ειναι η βαση για μια υγιη κοινωνια, απαξ και εξαφανιστει η αναμνηση των παπουδων των κεντηματων των γιαγιαδων και των στουκας τσιγαρων τοτε θα εχουν καταφερει να μας κανουν ανευρους και αποστειρομενους σαν τα κοστουμια τους.
ΑπάντησηΔιαγραφή