6.11.16

Γιάννης και Μελίνα: άσκηση οπτικής

ΕΝΑΣ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

Είναι έντεκα το βράδυ και γλιστράω από τα στενά στο λιμάνι για να απολαύσω τη βόλτα που, χωρίς σταθερή μέρα, χαρίζω μία φορά την εβδομάδα στον εαυτό μου. Είναι ο ιδανικός τόπος έτσι ώστε να περνάς διαρκώς από την απόλυτη μοναχικότητα στη φευγαλέα κοινωνικοποίηση. Με ένα ανάλαφρο περπάτημα, περνώ από ερασιτέχνες δρομείς και αφουγκράζομαι την ψυχική και σωματική τους κόπωση, στο απόλυτο κοντράστ με τους ερασιτέχνες ψαράδες, που χαζεύουν το στερεωμένο καλάμι τους, το άδειο καλάθι τους, την απεραντοσύνη του μαύρου σε όλες του τις αποχρώσεις, την ώρα που θάλασσα και ουρανός ίσα που ξεδιαλύνονται. 
Βλέπω δεκαπεντάχρονα αγόρια σε παρέες των τεσσάρων να χαχανίζουν σχολιάζοντας με κακόγουστο, ηχηρό χιούμορ, βλέπω επίδοξα ζευγάρια να περπατούν αντίθετα προς τα μένα, με εκείνη τη στοιχειώδη απόσταση μεταξύ τους, που μένει να διανυθεί, με εκείνη την κολοσσιαία αγωνία για το αν θα διανυθεί... 
Κι είναι σαν να κινούμαι εγώ αλλά εκείνοι να είναι κολλημένοι, σαν να γυρνώ στα εκθέματα κάποιου ζωντανού μουσείου. 
Κι είμαι εγώ και δεν είμαι εγώ.
Η βόλτα μου δείχνει να τελειώνει, αφού τα φώτα κατά μήκος του λιμανιού δίνουν τη θέση τους στο σκοτάδι. 
Ούτε που ξέρω πόσες θείες υπέρβαρες είδα να σέρνουν τα ανήψια τους σαν σακιά κάθιδρες, ούτε που ξέρω πόσες φίλες δύο-δύο πανέμορφες να ξαπλώνουν στην άκρη της προκυμαίας καπνίζοντας στριφτά τσιγάρα, κάνοντας απολογισμό των ζωών και των αποφάσεών τους.
Ούτε πόσους πλανόδιους πωλητές αναψυκτικών και ανόητων παιδικών παιχνιδιών, που με τα φώτα τους έκαναν εντύπωση μέσα στη νύχτα. 
Εν πάσει περιπτώσει, για μένα αυτή η διαδρομή πλησίαζε προς το τέλος.
Με μάγεψε ωστόσο μία φωνή που ερχόταν από το ημίφως, οπότε συνέχισα να κατευθύνομαι προς τα εκεί. 
Ήταν μία κοπέλα, όχι μεγαλύτερη από εικοσιτρία, και δίπλα της κάποιος έπαιζε κιθάρα. Όταν η γωνία του φωτός μου επέτρεψε να κοιτάξω καλύτερα προς το μέρος της, διαπίστωσα ότι η ομορφιά του προσώπου της ήταν εφάμιλλη, αν όχι ανώτερη, της ομορφιάς της φωνής της. Τραγουδούσε ακίνητη, μόνο οι ώμοι της κινούνταν ανεπαίσθητα με το τραγούδισμα των στίχων. Το κεφάλι της είχε μία ελαφρά κλίση προς τον ουρανό, σαν στάση αγάλματος. Οι γλυκιές και οι λάγνες σκέψεις εναλλάσσονταν μέσα μου, ενώ αυτόματα η αύρα μου κινήθηκε εχθρικά προς τον μουσικό της συνοδό: θα είναι η κοπέλα του, σίγουρα.
Με την ζωώδη, ανήθικη χροιά που μου γεννούσε ο πόθος σκέφτηκα: δεν της αξίζει αυτός ο χιμπατζής. Είμαι ανώτερός του. Αυτός είναι χαμένος, χωρίς αυτήν θα ήταν ένα τίποτα, ένα τίποτα που γρατζουνάει την κιθάρα του στο τέρμα του λιμανιού. Φθονώ την απέραντη τύχη του. Άσε που νομίζω πως όσο πλησιάζω προς αυτούς, η δικιά του μου χαρίζει κλεφτά βλέμματα. 
Τι να κάνω; Δε μπορώ ούτε να της μιλήσω. Από τη μία αυτός ο ασχημάνθρωπος δίπλα της, από την άλλη τραγουδάει, τραγουδάει συνέχεια και γω περπατώ και προσπερνώ, με κοιτάει την κοιτάω, τώρα, τώρα... 
Μία στιγμή που πέρασε. Η αδράνεια θρυμμάτισε την ένταση, ο ήχος από τα ψιλά μου αντήχησε στο καπέλο κι εγώ αποσύρθηκα σε ασύμβατο χρόνο και τόπο. 

ΜΕΛΙΝΑ

Δύο ώρες τραγούδι στο δρόμο δεν είναι το ίδιο με δύο ώρες τραγούδι στο μαγαζί. Στο μαγαζί οι άνθρωποι είναι ούτως ή άλλως προσηλωμένοι σε σένα, στο δρόμο αυτό το κερδίζεις, πρέπει να μαγνητίσεις πραγματικά κάποιον για να σταματήσει την κίνησή του και να σταθεί να σε ακούσει, πόσο μάλλον να σε πληρώσει. 
Ο Γιάννης λέει ότι το να δουλεύουμε έξω είναι χίλιες φορές καλύτερο από το να έχουμε τον κάθε γερο-μαλάκα να μας λέει τι να παίξουμε, πόσο να παίξουμε, πόσο κόσμο περιμένουμε και πόσο θα πληρωθούμε. Εδώ όλα εξαρτώνται από εμάς. Είναι μέρες που τον πιστεύω και είναι μέρες που το θεωρώ λάθος. 
Απόψε, ας πούμε, με τρία-τέσσερα ζευγαράκια να χρησιμοποιούν τη μουσική μας για soundtrack ενώ φιλιούνται στις απόμερες γωνίες, και με πέντε ευρώ και εβδομήντα λεπτά στο καπέλο, μου φαίνεται λάθος. 
Η ψύχρα έχει πιάσει και εγώ αισθάνομαι την ταλαιπωρία, αλλά δεν νομίζω ότι τη βγάζω στη φωνή μου. Δεν ξέρω αν συμβαίνει το ίδιο με τη μοναξιά, με την οποία δεν υπάρχει πρόβλημα αν εκφράζεται όταν τραγουδάω, αφού τα περισσότερα τραγούδια που λέμε είναι μελαγχολικά ή ταξιδιάρικα.
Νιώθω εγκλωβισμένη σε μία κατάσταση που βοήθησα να χτιστεί, τόσο καιρό τώρα. Ο αρχικός μου ενθουσιασμός για τον Γιάννη με τους μήνες ξεθώριασε, όπως όλα τα πράγματα που έχω ζήσει μέχρι τώρα κάτω από τον διαβρωτικό φακό του χρόνου. Βαριέμαι τις ανούσιες κοριτσοσυζητήσεις που πρέπει να κάνω όταν βρισκόμαστε σε κοινές παρέες, όπου πρέπει να κάνω την απώτατη ευτυχία να μοιάζει αληθινή, όταν απαντάω σε ερωτήσεις του στιλ "πώς γνωριστήκατε;". Βαριέμαι όταν ο Γιάννης απλώνει Κυριακή μεσημέρι τα πόδια του με τις καρό-πράσινο-κίτρινες πιτζάμες του και παίζει τις ίδιες και τις ίδιες μελωδίες. Βαριέμαι, ώρες ώρες, τον ίδιο μου τον εαυτό.
Ούτε που ξέρω τι τραγουδάω αυτή τη στιγμή, αλλά οι λίγοι παριστάμενοι δείχνουν να απολαμβάνουν ακόμη τον ήχο. Σε λίγο τα μαζεύουμε και φεύγουμε από εδώ.
Να όμως που εμφανίζεται ένας περαστικός, κοντοστέκεται παράξενα, με μία γλοιώδη φάτσα, που 'ναι σαν να γράφει στο μέτωπό του "πιστεύω ότι όσες τραγουδάνε στο δρόμο είναι πόρνες".Αυτό που με τρελαίνει περισσότερο είναι ότι πρέπει να του χαμογελάμε κιόλας επειδή αφήνει δυο δεκάρες, όλα γυρνάνε μέσα στο μυαλό μου με απίστευτη ένταση, θα του τα πω απόψε όλα, πρέπει να ξέρει, δεν με γεμίζουν τα όνειρά σου Γιάννη, δεν θα κρυφτώ, με έχει κουράσει η ψευδαίσθηση ότι έτσι πολεμάμε, αυτοί μας παίρνουν τη ζωή, εμείς τους παίρνουμε τα ψιλά και γελάμε Γιάννη, δεν νιώθω πια τίποτε ζεστό, δεν ξέρω ποια είμαι, αν με εκτιμώ, άντε γαμήσου Γιάννη.
Τελικά δεν είπα τίποτε απ'όλα αυτά μέχρι αργά το βράδυ. Ίσως αύριο. Ίσως αργότερα.

ΓΙΑΝΝΗΣ

Θα μπορούσα να παίζω και δωρεάν μόνο και μόνο για να την ακούω. Είμαστε μαζί και κάνουμε αυτό που αγαπάμε, οπότε το χρήμα δεν με απασχολεί, ποτέ δεν με απασχολούσε πραγματικά.
Η αλληλοδιαδοχή των θεατών μας, ο ήχος των παπουτσιών τους στην προκυμαία, το ελαφρύ αεράκι που η μουσική μας διαπερνά γλυκά, όλα δημιουργούν την απόλυτη αρμονία.
Λίγες είναι οι στιγμές όπως αυτή όπου η ζωή μου νιώθω πως έχει τέτοια ισορροπία, ενώ συνήθως μοιάζει με ένα σεντόνι που είναι μικρό, και όταν φτιάχνεις τη μία άκρη φεύγει από τη θέση της η άλλη. Τώρα όλα συνδέονται, όλα δένουν, κι έχεις βοηθήσει πολύ σ'αυτό.
Μελίνα που τραγουδάς με τα μαλλιά σου να ανεμίζουν πίσω.
Μελίνα που κλαις και θυμώνεις, Μελίνα που μετά με ψάχνεις.
Μελίνα που με αγαπάς με έναν αλλόκοτο, δικό σου τρόπο και το νιώθω.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν είναι προσποιητό.
Μαζεύω τις στιγμές και τις μελωδίες σαν ανεκτίμητα κομμάτια, βλέπω τους άνδρες που σε κοιτούν αλλά εγώ φουσκώνω περισσότερο γιατί είσαι δική μου και το ξέρω, είμαι τόσο σίγουρος γι'αυτό που πρέπει ο κόσμος να εξαπολύσει όλες του τις σκοτεινές δυνάμεις για να μας χωρίσει.
Σιγά σιγά, από το νυχτερινό τραγούδι σου ακούγεται κάποιο σ'αγαπώ, και είναι σαν να άκουσα όλα τα σ'αγαπώ του κόσμου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ