(τριαντάχρονης ιδιωτικής υπαλλήλου στη δυτική Αθήνα.)
Βυθιζόταν η ματιά της σε εκείνα τα πλάνα του αμερικανικού σινεμά, που είναι χάραμα και οι οδηγοί πορεύονται κατάμονοι την ώρα που ο ουρανός βγάζει ωραία χρώματα και η μουσική υποβάλλει κουβέντες με νόημα που πρόκειται να ειπωθούν.
Βυθιζόταν η ματιά της σε εκείνα τα πλάνα του αμερικανικού σινεμά, που είναι χάραμα και οι οδηγοί πορεύονται κατάμονοι την ώρα που ο ουρανός βγάζει ωραία χρώματα και η μουσική υποβάλλει κουβέντες με νόημα που πρόκειται να ειπωθούν.
Νόημα που έχει χάσει εδώ και καιρό σε κάθε πτυχή της ζωής της. Η πολιτική είναι πια μία φάρσα, από τον υψηλότερο βαθμό μέχρι τη γειτονιά. Όλα αυτά που κατά καιρούς την γοήτευσαν έχουν λασπωθεί τόσο, που τα προσπερνά με αποστροφή. Κομμένες οι κουβέντες για το πώς θα αλλάξουμε την κοινωνία για να την κάνουμε παράδεισο, τέρμα οι εκκοσμικευμένες θεολογίες της συμφοράς που μας έκαναν να ξεχειλίζουμε από όνειρα και ύστερα να απογοητευόμαστε στην ίδια ένταση.
Το νόημα είναι ότι δεν υπάρχει νόημα, και η πρόκληση είναι να μάθεις να ζεις με αυτό.
Δεν υπήρξε ανθρώπινη σχέση που να μην την μάτωσε, και αυτό το έβλεπε πέρα από μεμψιμοιρίες. Όχι ότι εκείνη ήταν σωστή και οι άλλοι σκάρτοι: πιο πολύ σκεφτόταν ότι είμαστε όλοι, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, μικρότεροι από τις ιδέες που σκαρφίζεται το κεφάλι μας, ταγμένοι στο τίποτα και ότι επιλέγουμε, στην μόνη βιωμένη πραγματικότητα που μας εγγυάται κανείς, περισσότερο να δυστυχούμε παρά να ευτυχούμε. (Τουλάχιστον όσοι συνεχίζουμε να ζούμε τις μέρες μας σε αυτόν τον κόσμο και όχι σε κάποιο άλλο, πες τον lifestyle, πες τον τρελόχαπα ή drugs με τις χούφτες, πες τον ψηφιακή ελαφρότητα).
Πλακώνουμε με προσδοκίες τους εαυτούς μας και τους άλλους, χρησιμοποιούμε τρίτους για να ικανοποιήσουμε προσωπικές μας απολαύσεις ή να εκτονώσουμε διάφορα συμπλέγματα.
Σκοτώνουμε έρωτες των άλλων κι αισθανόμαστε ανώτεροι, σκοτώνουμε ανθρώπους στην άλλη άκρη του κόσμου με όπλα που φτιάχνονται σε φιλήσυχες πολιτείες, σκοτώνουμε ανθρώπους στη γειτονιά μας από τη φτώχεια. Όλα μας τα σχήματα παραμένουν πυραμιδικά και εξουσιαστικά, ενώ τα καμουφλάρουμε έντεχνα με ευφημισμούς, μήπως και γίνει ο κωλότοπος που έχουμε φτιάξει ένα πιο φιλόξενο μέρος για να ζει κανείς.
Είναι σαν τους παλιούς κομμουνιστές που έβγαζαν Γενικό Γραμματέα, γιατί είχαν τάχα καταργήσει τους προέδρους, και οι Γ.Γ. κατέληγαν να σφάζουν τη μισή κεντρική επιτροπή.
Ή σαν κάτι "αναρχικές" συνελεύσεις, που κάθεται κάποιος φαρδύς-πλατύς στο κέντρο και λέει "Μήπως θέλει κανείς άλλος να συντονίσει τη συζήτηση;", φυσικά κανείς δε μιλάει γιατί κανένας άλλος δεν έχει προετοιμαστεί να συντονίσει τη συζήτηση, και στο τέλος σκάει την προπαγάνδα του όπως την έχει προετοιμάσει. Ξέρετε γιατί λειτουργεί ο καπιταλισμός ακόμη;
Γιατί θέτει ως κινητήριο μοχλό της παγκόσμιας κατάστασης το προσωπικό συμφέρον, που είναι ό,τι πιο απτό μπορεί να βρει κανείς, από τον μαλάκα της γειτονιάς του μέχρι τον πλανητάρχη.
Μπορεί τώρα βέβαια, να αισθάνεται κι αυτή χαλασμένη για όλα αυτά λόγω ενός εντελώς προσωπικού λόγου. Ίσως μάλιστα αυτός ο λόγος να είναι ότι μόλις την παράτησε ο σύντροφός της και τα βλέπει όλα ανώφελα. Αν γυρνούσε ίσως, ή εάν ερωτευόταν άλλον, όλα τα παραπάνω θα τα έβλεπε πολύ πιο χαλαρά. Όλο αυτό επιβεβαίωσε τις προηγούμενες σκέψεις της για τον ωκεανό των προσωπικών συμφερόντων στον οποίον έχουμε βουτήξει ομαδικά.
Μπορεί τώρα βέβαια, να αισθάνεται κι αυτή χαλασμένη για όλα αυτά λόγω ενός εντελώς προσωπικού λόγου. Ίσως μάλιστα αυτός ο λόγος να είναι ότι μόλις την παράτησε ο σύντροφός της και τα βλέπει όλα ανώφελα. Αν γυρνούσε ίσως, ή εάν ερωτευόταν άλλον, όλα τα παραπάνω θα τα έβλεπε πολύ πιο χαλαρά. Όλο αυτό επιβεβαίωσε τις προηγούμενες σκέψεις της για τον ωκεανό των προσωπικών συμφερόντων στον οποίον έχουμε βουτήξει ομαδικά.
Τέτοια σκεφτόταν πριν την πρωτοχρονιά ενώ γυρνούσε προς το σπίτι και το κρύο ήταν απόλυτο. Στον κάδο απέναντι, είχαν ξεχειλίσει τα σκουπίδια από τις ετοιμασίες για τα οικογενειακά τραπέζια. Χαρτονένιες κούτες, εντόσθια και στο βάθος κάτι που ακουγόταν μεταξύ αναπνοής και αναστεναγμού. Ένας άνθρωπος ρε γαμώτο. Ένας άνθρωπος στα σκουπίδια.
"Μην ανησυχείς κοπέλα μου" ακούστηκε η φωνή ενός άλλου περαστικού "πρεζόνι θα 'ναι. Μέχρι να πάρεις ασθενοφόρο θα έχει ξεμαστουρώσει και θα έχει φύγει". Από έναν κοινωνικό αυτοματισμό, και χωρίς να συμφωνεί με ούτε μία λέξη από όσα άκουσε, γλίστρησε στις σκάλες σαν σκιά.
Όταν ανέβηκε στο σπίτι, άπλωσε ήσυχα τα ρούχα της και σιγά-σιγά, σαν σε ιεροτελεστία, άρχισαν να ακούγονται τα πυροτεχνήματα από κάθε άκρη της πόλης.
Όλοι τους, οι αφελείς, οι αδίστακτοι, οι ήρεμοι, οι αναίσθητοι, οι ρομαντικοί, οι αγιογδύτες, οι πόρνες, οι μέτριοι, οι συγκλονιστικοί, εύχονταν "Καλή χρονιά!" με αγκαλιές και φιλιά. Άνθρωποι σαν εμένα κι εσένα.
"Καλή χρονιά" ψιθύρισε στον εαυτό της και έκλεισε το φως. Τόσο διαφορετικά, τόσο ίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου