Τι εννοούμε με τον όρο "γενιά";
Μία ομάδα ανθρώπων που βρίσκονται κοντά ηλικιακά, σε πρώτο βαθμό.
Μία ομάδα ανθρώπων με κοινά βιώματα, αφετηρίες, δράσεις, σε δεύτερο.
Μία ομάδα που αναπτύσσει τα δικά της χαρακτηριστικά, διακριτά από την προηγούμενη και από την επόμενη, σε τρίτο.
Ο χωρισμός των ανθρώπινων ζωών σε γενιές είναι κοινό γνώρισμα των ανθρωπιστικών επιστημών (π.χ. "η Γενιά του τριάντα" στη λογοτεχνία), και πάντα έχει ένα βαθμό αυθαιρεσίας, από τη στιγμή που τοποθετεί τις διαφορές μεταξύ ατόμων σε δεύτερη μοίρα, και αναλύει μακροσκοπικά δίνοντας προτεραιότητα στις ιστορικές ομοιότητες.
Σήμερα στο στόχαστρο βρίσκεται η "Γενιά του Πολυτεχνείου". Μία γενιά που κατά τις προηγούμενες δεκαετίες εξυψώθηκε, υμνήθηκε, έγινε ως ένα βαθμό καθεστώς.
Το Πολυτεχνείο ήταν μία σύγχρονη λαϊκή εξέγερση με ό,τι αυτό συνεπάγεται: μαζικότητα, μαχητικότητα, συνθήματα, αιτήματα, αντίκτυπο.
Οι άνθρωποι που συσπειρώθηκαν γύρω από αυτήν την κοινωνική εξέγερση πήραν μία για πάντα τη στάμπα της "γενιάς του Πολυτεχνείου".
Και όμως, αυτή η φαινομενικά συμπαγής ομάδα (με ένα από τα κεντρικά συνθήματα το "Όλοι ενωμένοι") είχε από τη γέννησή της τόσο διαφορετικούς προσανατολισμούς! Κανείς δε μπορεί να πει ότι όλοι όσοι βρίσκονταν στο Πολυτεχνείο είχαν την ίδια ιδεολογία, ή τους ίδιους σχεδιασμούς σε περίπτωση που θα έπεφτε η Χούντα.
Τους ένωσε η κοινή απόγνωση για την κατάσταση που βίωναν εκείνη τη στιγμή. Και γι'αυτό τους ακολούθησε ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, ανεξάρτητα εάν ανήκε στον φοιτητικό χώρο ή όχι.
Όταν λέμε "Γενιά του Πολυτεχνείου" δεν μιλάμε μόνο για τους ανθρώπους που έκαναν πολιτική καριέρα με αφετηρία την εξέγερση. Αυτοί υπάρχουν σε κάθε αντίστοιχη στιγμή της ιστορίας. Μιλάμε για όλους εκείνους που φώναξαν "παρούσα" και "παρών" σε μία κρίσιμη πολιτική απόφαση.
Για να ορίσουμε τη "Γενιά του Πολυτεχνείου", πρέπει να ορίσουμε που τελειώνει αυτό το σύνολο.
Όλοι όσοι το 1973 ήταν νέοι, αποτελούσαν μέρος αυτού;
Όλοι όσοι το 1973 ήταν νέοι, αποτελούσαν μέρος αυτού;
Ασφαλώς όχι. Αν ανατρέξει κανείς σε μαρτυρίες και υλικό της εποχής, θα δει ότι υπήρξαν κλακαδόροι και χαφιέδες της Χούντας ανάμεσα στη νεολαία, όπως και σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Παράλληλα με την πολυσυζητημένη "Γενιά του Πολυτεχνείου", υπήρχε η αφανής "Γενιά ενάντια στο Πολυτεχνείο", φτιαγμένη κατ'εικόνα και καθ'ομοίωσιν της παραδοσιακής Λευκής Τρομοκρατίας που προσπάθησε με πολιτικούς και παραστρατιωτικούς τρόπους να τσακίσει την εξεγερσιακή δράση.
Σε αυτούς δεν ανήκαν μόνο οι έκδηλοι υπερασπιστές του στρατιωτικού καθεστώτος, αλλά και οι "σιωπηλοί πλειοψηφούντες", οι άνθρωποι που "κοίταζαν τη δουλίτσα τους" ή "τις σπουδές τους", πολίτες-όμηροι του φόβου ή πολίτες-αγάλματα απέναντι στην προπαγάνδα του "γύψου". Δεν προσπαθώ να τους στήσω στη γωνία, παρά να διαπιστώσω ότι αυτός ο κόσμος πρέπει να ήταν εξίσου πολύς (αν όχι πολυπληθέστερος) της "Γενιάς του Πολυτεχνείου".
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι πήραν αυτό που τους άξιζε μέσα στο χρόνο: τη σιωπή.
Τη σιωπή που επέδειξαν όταν το σίδερο της Ιστορίας ήταν καυτό, έλαβαν σαν αντίτιμο και στα επόμενα χρόνια. Ευτυχώς και κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, η δουλίτσα τους και το σπιτάκι τους παρέμεινε εκεί, πάντα πρόθυμη και ασφαλής δικαιολογία.
Παρότι σωπαίνουν όμως με συνέπεια για πολλά χρόνια, δε σημαίνει ότι δε συνδιαμορφώνουν την πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Όπως έχει αποδειχτεί με άπειρες αφορμές, η φαινομενική αδράνεια είναι και αυτή δράση. Το αμίλητο νερό της πολιτικής ουδετερότητας είναι που δίνει την ορμή στο επιθετικό κύμα της αμείλικτης εξουσίας.
Η Ιστορία δεν είναι ποτέ στατική. Επαναδιαμορφώνεται συνεχώς ανάλογα με την μεταβαλλόμενη θέση των υποκειμένων.
Η μεταπολίτευση δεν περιλαμβάνει μόνο τη "Γενιά του Πολυτεχνείου". Συμπεριλαμβάνει και την σιωπηλή Γενιά. Που βολεύτηκε στον δικομματισμό για πολλά χρόνια. Που άλλαξε το απριλιανό κάδρο στον τοίχο με αυτό του Παπανδρέου ή του Καραμανλή, συνεχίζοντας να κάνει τα ίδια ακριβώς πράγματα.
Τα πυρά τα δέχονται ορισμένοι πρωταγωνιστές του Πολυτεχνείου, όπως ο Λαλιώτης ή η Δαμανάκη, επειδή άλλαξαν μέσα στα χρόνια, από επαναστάτες με ζιβάγκο έγιναν γραφειοκράτες με γραβάτες και ταγιέρ. Κατά δεύτερο λόγο, οι οργισμένοι φοιτητές που έγιναν μπουζουκοϊδιοκτήτες και lifestyle δημοσιογράφοι. Όμως υπήρξαν και αυτοί που μετά το Πολυτεχνείο, συνέχισαν να αγωνίζονται. Το να τους βάζουμε στην ίδια γενιά, εννοώντας ότι είχαν τον ίδιο ηθικό ξεπεσμό, είναι τουλάχιστον άδικο.
Τώρα που η μεταπολίτευση εμφανώς αλλάζει κύκλο, τώρα που το ΠΑΣΟΚ ως ηγεμονικός χώρος της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας πνέει τα λοίσθια και η ελληνική ανάπτυξη αποδεικνύεται πως είχε γυάλινα πόδια, τώρα που η οργή έγινε της μόδας, η σιωπηλή γενιά ενάντια στο Πολυτεχνείο ξεσπαθώνει και συναντάει τους παραδοσιακούς της συμμάχους.
Αμφισβητούνται οι νεκροί του Πολυτεχνείου (με οικτρές λαθροχειρίες του στιλ "Δεν πέθανε κανείς μέσα στο Πολυτεχνείο, όλοι πέθαναν απέξω", λες και αυτή είναι η ουσία της συζήτησης), τονίζεται η ευθύνη μίας ολόκληρης γενιάς που "πρόδωσε" (χωρίς να λέγεται κουβέντα για όσους ήταν στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων ΚΑΙ στο Πολύτεχνείο ΚΑΙ στη Μεταπολίτευση), αναπαράγονται οι μύθοι περί "άσπιλης και αμόλυντης Χούντας που δεν άφησε χρέη" (ενώ τα οικονομικά σκάνδαλα της "εθνοσωτηρίου" βγάζουν μάτι) και αποσιωπούνται βασανισμοί, εξορίες, διώξεις, λογοκρισία.
Η πολυτεχνειοτερατολογία καλά κρατεί, και προσπαθεί με μη ορθολογικό τρόπο να αναδιαμορφώσει την ιστορική μνήμη.
Τα διλήμματα σήμερα είναι το ίδιο κρίσιμα. Όσο και οι απαντήσεις που θα δώσουμε.
Έχω την εντύπωση πως η αποδοχή του νεωτερισμού της κοινωνίας είχε ήδη ξεκινήσει κάποια χρόνια πριν την 21 Απριλίου, όταν και οι "βραδυπορούντες" ενσωματώθηκαν σε αυτό το πλεονάζον κομμάτι της κοινωνίας που πλέον αποκαλείται ύστερη πλειοψηφία. Δες την άνοδο της ΕΔΑ και τη νίκη του Παπανδρέου πριν το πραξικόπημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι μπορεί οι ορολογίες αυτές να τις αντλώ από την ιστορία του Γλωσσικού Ζητήματος αλλά νομίζω πως ταιριάζει γάντι και με την γενική αποτύπωση της Ελληνικής κοινωνίας. Άλλωστε το Γλωσσικό ζήτημα χρησιμοποιείται πολλές φορές για την παρουσίαση της στροφής της ελληνικής κοινωνίας προς την σύγχρονη Ελλάδα.
Δηλαδή η σιωπηλή γενιά του Πολυτεχνείου που προτείνεις ήταν η γενιά που ενσωματώθηκε ως μια μεγάλη μάζα στους νεωτεριστές της προ-Χουντικής περιόδου, από τα μέσα του '50 έως τα μέσα του '60 γενικά. Αυτή η γενική ορμή και η εναντίωσή της στο παραδοσιασμό της κάθε Χούντας ξεκίνησε ΠΡΙΝ τη Χούντα.
Συγκεκριμένα για τη γενιά του Πολυτεχνείου νομίζω ότι ήταν απλά τα πιο νεωτεριστικά και συγχρόνως αντιδραστικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας. Ένα κομμάτι που υπήρχε ήδη δηλαδή και λίγο πριν τη Χούντα.
Με τον όρο κομμάτι εδώ εννοώ ένα κοινωνικό ρεύμα και όχι απαραίτητα μια ηλικιακή ομάδα. Το τελευταίο θα ήταν αδύνατο λόγο της δεκάχρονης διαφοράς μεταξύ της κοινωνίας που μιλάω παραπάνω στα μέσα του 50 και της κοινωνικής ομάδας των φοιτητών του 67.
Όσο για το τι έκαναν οι μεταπολιτευόμενοι γονείς και συγγενείς μας με την επανίδρυση της δημοκρατίας συμφωνώ απόλυτα με το σκεπτικό σου.
Πολλά ιδεολογικά στοιχεία της χούντας είχαν ήδη θεμελιωθεί από την δικτατορία του Μεταξά, ακόμη και κοινή συνθηματολογία υπήρχε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσον αφορά το γλωσσικό ζήτημα, κάτι που νομίζω ότι αξίζει να σημειώσουμε είναι πως δεν προκύπτει κάποια απόλυτη ταύτιση της ιδεολογικής επιλογής με τη γλωσσική. Πολλοί εθνικιστές του προηγούμενου αιώνα υπήρξαν δημοτικιστές.